- κοιτῶνα
- κοιτώνbed-chambermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακοιμώμενος — Ανώτατο βυζαντινό αξίωμα μεγάλης σπουδαιότητας, το όνομα του οποίου προήλθε από το γεγονός ότι αυτός ο αξιωματούχος κοιμόταν μπροστά από την πόρτα του βασιλικού κοιτώνα. Στους υστεροβυζαντινούς χρόνους αναφέρονται δύο π., της σφενδόνης και του… … Dictionary of Greek
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
επικοιτωνίτης — ἐπικοιτωνίτης, ὁ (Α) τιτλούχος τής αυλής στο Βυζάντιο, αρμόδιος για τον κοιτώνα τού αυτοκράτορα, ο παρακοιμώμενος ευνούχος (κατά μετφρ. από το λατ. cubicularius, κουβικουλάριος) … Dictionary of Greek
κοιτωνίτης — ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) [κοιτών] νεοελλ. ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι μσν. αρχ. θαλαμηπόλος, καμαριέρης … Dictionary of Greek
κοιτωνικός — κοιτωνικός, ή, όν (Α) [κοιτών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιτώνα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κοιτωνική το κλινοσκέπασμα … Dictionary of Greek
κοιτωνοφύλαξ — κοιτωνοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) φύλακας τού κοιτώνα, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειο φύλαξ, θαλαμο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… … Dictionary of Greek
κουβούκλης — ο (Μ κουβούκλης) (εκκλησιαστικό αξίωμα) 1. αξιωματούχος που ανήκε στην προσωπική υπηρεσία άρχοντα ή αρχιερέα και κοιμόταν στον κοιτώνα του 2. αυτός που κρατούσε την αρχιερατική ράβδο όταν ο αρχιερέας βάδιζε ή ίππευε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. λατ. προελεύσεως… … Dictionary of Greek
λάαρχος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη… … Dictionary of Greek
παράκοιτος — ὁ, ΜΑ μσν. φύλακας τού κοιτώνα, τού θαλάμου αρχ. αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. κατά κοιτος] … Dictionary of Greek